μονοθέσιος

μονοθέσιος
-α, -ο
αυτός που έχει μία μόνο θέση είτε ως δημόσιο αξίωμα είτε ως κάθισμα (α. «μονοθέσιο σχολείο» β. «μονοθέσιο αεροπλάνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -θέσιος-(< θέση), πρβλ. δι-θέσιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”